- γιγάντειος
- και γιγάντιος, -α, -ο (AM γιγάντειος, -α, -ον) [γίγας]αυτός που μοιάζει στο μέγεθος ή στη δύναμη με γίγαντα||νεοελλ.1. υπεράνθρωπος2. (για πράξεις ή πράγματα) αυτός που επιτελέστηκε ή συντελέστηκε με υπεράνθρωπους μόχθους.
Dictionary of Greek. 2013.